Το βραβείο κατηγορία «Ποίηση Λυκείου» κέρδισε ο μαθητής της Γ΄τάξης του Ζανείου Πρότυπου Πειραματικού Λυκείου Πειραιά Χρήστος Τσαγκάρης. Ο διαγωνισμός του πανελλαδικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού ειχε θέμα «Κύπρος: 1974-2014, 40 χρόνια Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δημιουργώ…».
Ο διαγωνισμός διεξήχθη με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και περιελάμβανε όλα τα είδη λόγου και εικαστικής δημιουργίας. Διοργανώθηκε από την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας, το Σπίτι της Κύπρου- Μορφωτικό γραφείο της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ελλάδα (σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου), υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μαζί με τον Χρήστο Τσαγκάρη στην κατηγορία «Ποίηση Λυκείου» διακρίθηκε άλλη μία μαθήτρια του Ζαννείου, η Δέσποινα Καγιαλέ της Β΄ τάξης η οποία κέρδισε το πέμπτο βραβείο του διαγωνισμού με το ποίημα «Μια κόρη μού ‘παν είχαμε».
Στην διοργάνωση έλαβαν μέρος περίπου 20.000 μαθητές από 420 σχολικές μονάδες της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ομογένειας με 3.000 έργα.
Η απονομή θα πραγματοποιηθεί στην κεντρική αίθουσα του Υπουργείου Παιδείας στις 13-5-2015, στις 12:00 το μεσημέρι παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου.
Μιλώντας στο ΚΑΝΑΛΙ 1ο μαθητής της Γ’ Λυκείου και πρώτος νικητής του διαγωνισμού Χρήστος Τσαγκάρης, σημείωσε ότι το έναυσμα για την συγγραφή του ποιήματος του με τίτλο «Ζητάμε ακόμα το Θαύμα…!», του το έδωσε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης ο οποίος κατά την επίσκεψη του στη μεγαλόνησο είπε «Η Κύπρος είναι ο τόπος που λειτουργεί ακόμη το θαύμα».
«Για την Κύπρο και την ιστορια της, τόσο την παλαιότερη όσο και τη νεότερη είχα διαβάσει αρκετά πράγματα ενώ είχα ακούσει και τις μαρτυρίες κάποιων γνωστών και φίλων που είχαν προσωπική εμπειρία της εισβολής του 1974 καθώς και όλων όσων ακολούθησαν. Όλα αυτά μου φάνηκαν αρκετά χρήσιμα στη συγγραφή του ποιήματος», δήλωσε στο ΚΑΝΑΛΙ 1 ο κ. Τσαγκάρης. « Γύρω από το θαύμα, λοιπόν, έστησα το ποίημα. Το θαύμα, βέβαια, όχι σαν κάποια ουτοπική προσδοκία αλλά σαν ένα συλλογικό αίτημα που βιώνεται και πραγματώνεται στο πλαίσιο του αρχαιοελληνικού «συν Αθηνά και χείρα κίνει», συμπλήρωσε ο πρώτος νικητής του ποιητικού διαγωνισμού για την Κύπρο.
Παράλληλα ο Χρήστος Τσαγκάρης δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον υπεύθυνο καθηγητή του Ζαννείου Χαράλαμπο Μηνάογλου, για τη συμβολή του στην επιτυχία, αλλά και τον Δήμο Πειραιά, ο οποίος έχει σταθεί πολλές φορές αρωγός σε παρόμοιες δραστηριότητες του Πρότυπου Πειραματικού Λυκείου της πόλης μας.
Το ποίημα του μαθητή της Γ΄ Λυκείου του Ζαννείου Πειραιά Χρήστου Τσαγκάρη, που κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό « Κύπρος: 1974-2014, 40 χρόνια Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δημιουργώ…»:
«Ζητάμε ακόμα το θαύμα…!»
«Η Κύπρος είναι ένας τόπος που το θαύμα λειτουργεί ακόμη…» Γ .Σεφέρης
Γη ενάλιος μας θεσπίζει.
Βράχοι, δέντρα, ποτάμια. Κολόνες που ριζώνουν στο άπειρο.
Χώρα μέσα στη θάλασσα…
Κάποιο πρωί του Ιούλη…
Ο δρόμος είναι γεμάτος αγκάθια. Τα βλέπεις μέσα στο χώμα λες και κοιτάς ένα ραγισμένο γυαλί. Κόβουν τις φλέβες της γης…
Η θάλασσα σπάει, γεμίζει τις πτυχές της πολύχρωμα σκισμένα γυαλιά…
Κάποιο πρωί του Ιούλη ο ουρανός κοκκινίζει από το αίμα του ήλιου…
Σπάει ο τόπος, σπάει το χώμα, σπάει το δέντρο. Κάτι μέσα μας σπάει, το ακούς να ραγίζει, το νιώθεις…!
Κάποιο πρωί του Ιούλη μας κυνηγούν μες στις βουνοπλαγιές οι βάρβαροι του Αττίλα
Πληρωμένοι χρυσάφι από τους τριάκοντα τυράννους της Αθήνας
Σφίγγοντας στη σιωπή τους τη βούλα του μεγάλου σατράπη των Υπερβορείων…
Κάποιο πρωί του Ιούλη κυλά πάνω μας, μας πνίγει ακράτητος ο ποταμός Ευρυμέδοντας…
Κάποιο πρωί του Ιούλη ξεβάφουνε πάνω μας τα νερά του Αχέροντα.
Χανόμαστε δεμένοι στις αλυσίδες της λήθης.
Φιμώνουν τον πόνο, φιμώνουν τη σκέψη, φιμώνουν τη λέξη βουβές φωτογραφίες ασπρόμαυρες.
Όσο θυμόμαστε, ζούμε ανάμεσα σε τυράννους.
Πέρσες και Βενετσιάνους. Σταυροφόρους Ριχάρδους, Ναίτες και Λουζινιάν…
Μέσα στο χρόνο, αλλάζοντες γλώσσες, οικόσημα και φορεσιές, με άλλες πληγές Αχαιμενίδες ιππότες μας ζώνουν…
Κάποιο πρωί του Ιούλη μας φορούν πάλι στα χέρια αλυσίδες.
Σκίζουν τη γη, τα ποτάμια φλογισμένες ερπύστριες.
Μα εμείς ζητούσαμε πάντα το θαύμα…!
-Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το “Iησούς Xριστός Nικά” –
Δίχως μεγάλους βαίλους, πρόξενους και πλανερές συμφωνίες…
Δίχως συμβούλια μάταια, λόγια τυφλά και προσχεδιασμένες απάτες.
Σαν να τέντωνε εκείνο το πρωινό ο Τελαμώνιος Τεύκρος το στερνό τόξο του επάνω τους
Σαν να σηκωνόταν ο βασιλιάς Ευαγόρας μέσα από τα πλοία που καίγονται…
Σαν να φαινόταν χρυσοφόρος μέσα στους στόλους του κάποιος μεγάλος Κομνηνός να εκδικηθεί τους Σταυρεμπόρους…
Σαν να αποκτούσαν μιλιά μπρος στις υψηλές τους καθέδρες οι γραφές του εγκλείστου Νεόφυτου…
Σκέψεις παράδοξες. Μα σε αυτόν τον τόπο μιλάς και τα θαύματα γίνονται.
Για αυτό δεν ξεχνάμε …το θαύμα κάποτε το αγνοείς, το ξεχνάς, μα εκείνο δεν σε ξεχνάει, δεν χάνεται… Για αυτό δεν ξεχνάμε!…
Σαν κάποιο χαρμόσυνο άγγελμα για το λαό που απέμεινε να προχωρά μες στα σκοτάδια, για εκείνους που έγιναν ξένοι μέσα στα σπίτια τους…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα, μετρώντας αυτούς που έζησαν, αυτούς που έφυγαν και αυτούς που πια δεν γνωρίζει κανείς!…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα κοιτάζοντας τους τάφους των αιχμαλωτισμένων Αγίων μας!…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα λέγοντας παλιά τραγούδια και ιστορίες που θα έλεγες πως από χρόνια ξεβάψανε!…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα προσμένοντας τις φωνές όσων χάθηκαν να ηχήσουν στα βουβά δικαστήρια!…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα από το σήμερα, από τη χίμαιρα, από τον κόσμο που μας ξεχνάει!…
Ζητάμε ακόμα το θαύμα,
ζητάμε ακόμα να χαθούν τα συρματοπλέγματα,
ζητάμε ακόμα να κλείσουνε οι πληγές στη σκισμένη μας γη…!
Το ποίημα της μαθήτριας της Β΄ Λυκείου του Ζαννείου Πειραιά Δέσποινας Καγιαλέ, που κέρδισε το πέμπτο βραβείο:
Μια κόρη μού ‘παν είχαμε
Μια κόρη μού ‘παν είχαμε καμάρι όλου του κόσμου
κόρη λουσμένη με το φως, με τ’ άρωμα του δυόσμου.
Της Αφροδίτης παίνεμα του ήλιου είχε τη χάρη
την ευλογία του Θεού, το χάδι απ’ το φεγγάρι.
Κόρη μου ποιοι εζήλεψαν τα δώρα που σου δώσαν
οι μοίρες που σε ράνανε και τόσοι σε προδώσαν;
Χρώμα ο φθόνος κόκκινο, πήρε να σε χτυπήσει,
εκλάψανε οι Άγγελοι το γέλιο σου μη σβήσει.
Φωτιά και στάχτη γέμισαν τα σύννεφα ξεράσαν
δάκρυ και πόνο και καημό ζωές που εχαλάσαν.
Το πράσινο, μου είπανε, είναι για την ελπίδα
μά ‘γινε χρώμα του χαμού για έμορφη πατρίδα.
Κόρη μου δεν σ’ αποξεχνώ κι όρκο βαρύ έχω δώσει
όσος καιρός και να διαβεί ο φταίχτης θα πληρώσει.
Χρόνε σκληρέ κι ανηλεή μέτρημα δεν φοβάμαι,
γιατί οι νεκροί πεθαίνουνε μονάχα σαν ξεχνάμε!!!
Του Θοδωρή Ασβεστόπουλου..