Της συγγραφέως Χριστίνας Ταράτσα…
Λένε πως σ’ αυτόν τον σκιερό τόπο, όπου φτεροκοπούν οι κάργες και η άνοιξη δεν περνά πια από εκεί, υπήρχε κάποτε ένα δασάκι με ασημοπράσινα πεύκα που στεφάνωναν έναν στρογγυλό λοφάκο.
Και λένε πως στις παρυφές του λόφου ζούσε σ’ ένα ξύλινο σπιτάκι μια σιωπηλή γυναικεία ύπαρξη, που βάδιζε καθημερινά στο μικρό δασάκι με την ήρεμη αρχοντιά των πλασμάτων του δάσους και με ένα ύφος περιπαθούς μελαγχολίας στο βλέμμα της, στο πρόσωπό της, σε κάθε κίνησή της…
Λένε πως στις φωτερές ίριδες των ματιών της παράξενης γυναίκας μπορούσες να δεις πράσινους κάμπους…
Κι αν την άκουγες να τραγουδά, θαρρούσες πως ηχούσε άσμα ασμάτων…
Και κάποιοι που την είχαν συναντήσει λένε πως είχε την καρδιά ενός ποιητή και την ψυχή ενός παιδιού…
Λένε πως ήταν μια νομαδική ψυχή, που ο νους της δεν καταλάγιαζε ποτέ, γιατί δεν μπορούσε να εκφραστεί, και έτσι αποφάσισε να αποθέσει τις συγκινήσεις της ζωής της στη σιωπή του δάσους…
Λένε πως τις ανοιξιάτικες μέρες συχνά πυκνά την έβλεπαν με το πρώτο αυγινό φως να μαζεύει λουλούδια από το δασάκι, να ξαπλώνει στη σκιά των πεύκων και να βυθίζεται σε μια μυστικοπαθή ατμόσφαιρα, το ίδιο φωτερή με εκείνη των αγίων…
Άλλοι λένε πως ήταν κόρη της αμαρτίας…
Λένε πως φίλοι της ήταν τα πουλιά και εραστής της μια νοσταλγία παράφορης ελευθερίας. Άλλοι λένε πως μια βαθιά οδύνη οδήγησε τα πέλματά της στην ερημιά, να ζει συντροφιά με τους αέρηδες, τα ονείρατα, το κελάηδημα των κοτσυφιών, το κρώξιμο των κουρούνων…
Και λένε πως κάποια μέρα του Μαγιού είδαν φλόγες να καταπίνουν το δάσος, μαζί και τη σιωπηλή γυναικεία ύπαρξη που κατοικούσε εκεί… στο τίποτα και στο παντού!
Λένε πως όσοι φτάνουν νύχτα ως εκεί ακούν ελαφριά πατήματα και ψιθύρους και φωνές και αλλόκοτες μουσικές που ηχούν από μακριά…
Λένε πως οι κουρούνες ελευθερώνουν όλους αυτούς τους παράξενους ήχους με το κρώξιμό τους…
Και λένε πως τ’ αστέρια δεν περνούν ποτέ από εκείνο το κομμάτι του ουρανού…
Λένε πως από τότε που οι πύρινες φλόγες κατέκαψαν το δασάκι, οι κουρούνες ολημερίς κι ολονυχτίς φτερουγίζουν πάνω στα ξερόκλαδα του μοναδικού πεύκου μοιρολογώντας το χαμό της σιωπηλής γυναίκας…
Και λένε πως σαν πλησιάσεις κοντά, θ’ ανατριχιάσεις στο άκουσμά τους, γιατί οι στριγκλιές τους είναι δεμένες για πάντα με τη σκιερή ύπαρξη που κατοικούσε κάποτε εκεί…
Κρώζουν οι κουρούνες, όλο κρώζουν… και κρώζουν… χωρίς σταματημό… Θρηνούν για τη χαμένη κόρη του δάσους…