Από την Κατερίνα Παπαγεωργίου…
Από τους πιο σημαντικούς έλληνες λογοτέχνες ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, (1851-1911) είναι γνωστός και ως “ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων” όπως επίσης για τον Καβάφη: “Η κορυφή των κορυφών”.
Γιος ιερέα, με τέσσερις αδερφές και δυο αδερφούς, μεγάλωσε στην Σκιάθο, όπου γεννήθηκε, φοιτώντας στα γυμνασιακά του χρόνια αρχικά σε γυμνάσιο της Χαλκίδας, στη συνέχεια του Πειραιά κατόπιν στο Βαρβάκειο για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του αμέσως μετά ως δόκιμος μοναχός για οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος.
Το 1874, μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το “αγγελικό σχήμα” άφησε τη μονή και γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή. ζωγραφίζοντας πάντα στον ελεύθερο χρόνο του δοκιμάζοντας παράλληλα τις δυνάμεις του και στην συγγραφή. Το 1879 δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το πρώτο του έργο “Η μετανάστις”, ενώ το 1882 “Οι έμποροι των Εθνών”.
Ακολούθησαν 150 και πλέον διηγήματα γραμμένα πάντα στην καθαρεύουσα με συχνές αναφορές στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου αλλά και σε παιδικές μνήμες, θρησκευτικά βιώματα, βάσανα και σκιαθίτικους καημούς, έργα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά εκείνης της εποχής.
Από τη στιγμή που ο Παπαδιαμάντης γράφτηκε στο πανεπιστήμιο άρχισε να κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και τα αγγλικά αλλά και να δημοσιογραφεί με άρθρα στην “Ακρόπολη” και σε άλλες εφημερίδες.
Ήταν πάντα κλεισμένος στον εαυτό του ολιγαρκής μοναχικός και λιτοδίαιτος ακολουθώντας έναν απόκοσμο τρόπο ζωής προσηλωμένος στην ορθόδοξη εκκλησία και στη λειτουργική της παράδοση, συνήθιζε μάλιστα να ψάλλει στον ναό του Αγίου Ελισσαίου. Τα περισσότερα έργα του έχουν αγαπηθεί και πολυδιαβαστεί. Ανάμεσα τους:Η Φόνισσα, Οι έμποροι των Εθνών, Τα ρόδινα ακρογιάλια, Το μοιρολόγι της φώκιας, η Γυφτοπούλα και Ο Αμερικάνος. Οταν πέθανε κανένα από τα βιβλία του δεν είχε εκδοθεί!
Ο Αμερικάνος
“Ο Αμερικάνος” από τα πιο σημαντικά έργα του Παπαδιαμάντη, είναι ο Τζόν Στόθισον με το αμερικάνικο πασαπόρτι, ένας έλληνας μετανάστης που ύστερα απο 25 χρόνια επιστρέφει στο νησί του και δεν τον αναγνωρίζει κανείς. Περιπλανάται γύρω από το λιμάνι, τα σοκάκια και τα χαλάσματα του πατρικού του σπιτιού και το μόνο που ελπίζει είναι τον θυμάται η αγαπημένη του που την άφησε στο νησί πριν 25 χρόνια.
Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης και ξενιτιάς που αξίζει, αν ήδη δεν το έχετε κάνει, να την διαβάσετε. Προλαβαίνετε, επίσης, να δείτε τον ομώνυμο μονόλογο με τον Θανάση Σαράντο που επίσης σκηνοθετεί το έργο στο “Απο Μηχανής Θέατρο”. Οι δυο τελευταίες παραστάσεις είναι για αύριο και για μεθαύριο.( Μουσική σύνθεση: Λάμπρος Πηγούνης, μουσικός επι σκηνής:Γιώργος Τζιαφέττας).
Να υπογραμμίσουμε, πως τον συγκεκριμμένο μονόλογο μέχρι σήμερα τα τελευταία οκτώ χρόνια έχουν παρακολουθήσει 50.000 θεατές!
Ένα μικρό απόσπασμα
Ο καπετάν Γιάννης, διηγείτο δια μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του και είπεν ότι ακουσίως του ένεκα δυστροπίας των τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.
-Α, δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
-Επήρες κανέναν επιβάτη απ΄το Βόλο; ηρώτησεν είς των φίλων του.
Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρει, έμεινε μες στη σκούνα.Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι και δεν θέλησε.
-Και για που πάει;
-Εως εδώ κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
-Και τι δουλειά έχει εδώ;
-Τι άνθρωπος είναι;
-Πως σου φάνηκε; διεσταυρούντο οι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
-Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια κι έχει αφημένες μόνον τρίχες από κατ΄ απ΄ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν εγγλέζος, σαν αμερικάνος μα όχι πάλι σωστός εγγλέζος, ούτε σωστός αμερικάνος, τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ΄έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε.Τις πλειότερες φορές συνεννοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
-Σας είπε τ΄όνομα του;
Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζών Στόθισον με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Α! Νάτος!
Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον πλην ολίγων τριχών υπο τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους αφης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον και τινές βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος, ήτο δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις.