Από την Κατερίνα Παπαγεωργίου…
Το καινούργιο της βιβλίο της Έρσης Σωτηρόπουλου “Μπορείς;” (εκδ. Πατάκη) που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, συμβαδίζει με τις βραβεύσεις του προηγούμενου μυθιστορήματος της για τον Καβάφη “Τι μένει από την νύχτα” (εκδ. Πατάκη).
Ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο που αφού στην Γαλλία απέσπασε το βραβείο “Μεσόγειος” (Peix Mediterranee 2017) που απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν συγγραφέα μεσογειακής χώρας του οποίου το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, διεκδικεί και το Βραβείο Ευρωπαϊκού βιβλίου 2017!
Μπορείς;
Το νέο βιβλίο της Σωτηρόπουλου, μας ταξιδεύει στο σήμερα ακολουθώντας την ψηφιακή μας εποχή. Αναφέρεται σε μια αγάπη από απόσταση, σε μια αγάπη διάρκειας τριών χρόνων που παρακολουθούμε μέσα από την ηλεκτρονική αλληλογραφία και επικοινωνία δυο εραστών. Κάποιοι ίσως σκεφτούν πως πρόκειται για μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, η απλά για ένα βιβλίο που μας ταξιδεύει και σε κάποια πολύ προσωπικά βιώματα της συγγραφέως καθώς εκτός όλων των άλλων, υπάρχουν και αναφορές σε σημειώσεις που κρατούσε η Σωτηρόπουλου όσο έγραφε το προηγούμενο βιβλίο της “Τι μένει από τη νύχτα”.
Ήρωες της δυο εραστές. Εκείνος είναι οινοπαραγωγός και παντρεμένος. Εκείνη είναι συγγραφέας και το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση.
Υπερδραστήριοι και οι δυο και με συνεχή ταξίδια στο εξωτερικό, επικοινωνούν για τρία χρόνια με mail και viber.
Σ΄ αυτήν την ηλεκτρονική παθιασμένη, τολμηρή και… νταλγκαδόρικη σχέση, θα ανοίξουν τις καρδιές τους, θα ταξιδέψουν στις αναμνήσεις τους, θα αναφερθούν σε ταινίες, κριτικές, εκθέσεις, βιβλία, ταξίδια, κουβέντες για την πολιτική και την τέχνη, κι όλα αυτά μέσα σε 700 χορταστικές σελίδες, δώρο της συγγραφέως στους αναγνώστες που την έχουν ξεχωρίσει για το Σύμπαν της, ένα ψυχογράφημα που έχει τ΄ονομα της.
Μια μέρα χωρίς έμπνευση είναι νεκρή μέρα (απόσπασμα)
“Θυμάσαι τότε που συζητούσαμε στην Κιβωτό; Οτι η ποίηση δεν ανήκει στους ποιητές-η ποίηση ανήκει σ΄ αυτούς που τη χρειάζονται. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την ομορφιά πιστεύω .Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς ομορφιά. Μια μέρα χωρίς κάποιο ερέθισμα, χωρίς έμπνευση, είναι μια νεκρή μέρα. Με ισοπεδώνει. Γίνομαι κέλυφος άδειο. Θέλω να πω. Η ομορφιά μου ανήκει. Τι λες; Προχωράμε καθόλου;”
Τι μένει από τη Νύχτα
Βραβευμένο βιβλίο που δεν τα’ αφήνεις από τα χέρια σου, αν δεν φτάσεις στην τελευταία σελίδα ενώ το ξαναδιαβάζεις ευχάριστα καθώς αναφέρεται τόσο στον τρόπο που λειτουργούσε, φερόταν και σκεφτόταν ο Καβάφης σε μια συγκεκριμένη νεανική ηλικία, όσο και σε άγνωστες πτυχές της ζωής δημιουργών που έχουν γράψει ιστορία. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μεταφερόμαστε στο Παρίσι του 1897 όπου βρίσκεται ο Καβάφης για λίγες μέρες μαζί με τον μεγαλύτερο του αδερφό, Τζών που επίσης προς απόγνωση του ασχολείται με το γράψιμο.
Η Έρση Σωτηρόπουλου για να ολοκληρώσει αυτό το μυθιστόρημα στηρίχτηκε σε σπάνιο αρχειακό υλικό και σε πλούσια βιβλιογραφία μεταφέροντας στο χαρτί τις αμφιβολίες του Καβάφη και το άγχος του για το αν είναι άξιος να ασχοληθεί με το γράψιμο, όπως και με ιδιαίτερη λεπτότητα την εσωτερική μάχη του μεγάλου ποιητή με τα πάθη του και την ερωτική επιθυμία.
Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στις μέρες που πέρασε ο Καβάφης στο Παρίσι σ΄ένα ξενοδοχείο κοντά στο σπίτι όπου κάποτε έμενε ο Εμιλ Ζολά, η γαλλική πρωτεύουσα όσο τον έλκυε, τόσο τον απωθούσε. Εποχή που όλοι μιλούσαν σοκαρισμένοι για την υπόθεση Ντρέυφους. Στις συζητήσεις του Καβάφη που σε πρώτο πρόσωπο μιλάει για τα συναισθήματα του, περνάνε αιχμές και σχόλια για πολλούς δημιουργούς εκείνων των χρόνων ανάμεσα τους ο Προύστ, ο Ανατολ Φρανς αλλά και Ζαν Μωρεάς στον οποίο ο Καβάφης είχε στείλει δυο ποιήματα του, τη “Δέηση” και τα “Τα άλογα του Αχιλλέως” ζητώντας με αγωνία την γνώμη του. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου οι σκηνές ζωντανεύουν με απίστευτη φυσικότητα, ενώ το κείμενο σε κερδίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες δεν είναι τυχαίο που απέσπασε το βραβείο “Μεσόγειος” ενώ είναι αναμενόμενο να σαρώσει και το βραβείο Ευρωπαικού Βιβλίου
Αποσπάσματα
“Χαλάλι σου, είπε μέσα του, χαλάλι σου. Αυτά τα μάτια, τα χείλη. Η αιχμή αναίδειας στην υποψία χαμόγελου. Θα ήθελε να είναι μόνος του, να σταθεί στον κορμό ενός δέντρου, σ΄ένα παγκάκι, σε μια σκοτεινή γωνιά, να μπορέσει ν’ αναπολήσει τον νεαρό με την ησυχία του”.
Τέχνη και ζωή αλληλένδετες
“Αναλογίστηκε πόσο η Τέχνη εμπνεόταν από την τέχνη, ίσως περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή. Τέχνη και ζωή ήταν αλληλένδετες. Αυτό ίσχυε για όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες. Πως θα μπορούσε κάποιος με μια μίζερη ζωή περιορισμένη από απαγορεύσεις και φόβους, κάποιος που δεν αφήνει τις αισθήσεις του ελεύθερες, να αποδώσει με το γράψιμο του τις μεγάλες συγκινήσεις; Πως θα μπορούσε να πλησιάσει έστω από μακριά αυτό το το “κάτι το τρομερό του Τολστόι;