Η συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη του πενταετούς ερευνητικού προγράμματος Αμυκλών και ολοκληρώνεται αυτό το μήνα υπό τη διεύθυνση του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Άγγελου Δεληβορριά, του Σταύρου Βλίζου από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, αποκάλυψε τη συνέχεια του περιβόλου κατά μήκος της δυτικής πλαγιάς του λόφου της Αγίας Κυριακής, όπου βρίσκεται το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα περίπου 5 χλμ. νοτίως της Σπάρτης.
Το σημαντικό αυτό εύρημα έρχεται να συμπληρώσει τα περισσότερο από ενθαρρυντικά πορίσματα των έως τώρα εργασιών. Σύμφωνα με τα πεπραγμένα της περιόδου 2009-2013, ολόκληρη η επιφάνεια του λόφου της Αγ. Κυριακής που σχετίζεται με τη λειτουργία και τα μνημεία του ιερού ερευνήθηκε διεξοδικά. Με τις έρευνες αυτές εντοπίστηκαν στην κορυφή του λόφου λείψανα του πρωτοελλαδικού-μεσοελλαδικού οικισμού και προσδιορίστηκε η πρώτη μνημειακή φάση του ιερού στα υστερογεωμετρικά χρόνια με την αποκάλυψη του παλαιότερου περιβόλου.
Ταυτόχρονα, όμως, άλλαξαν τα δεδομένα της έρευνας που είχαν γίνει αποδεκτά έως την έναρξη των πρόσφατων εργασιών: Ο εντοπισμός της τάφρου θεμελίωσης του ναού, του λεγόμενου θρόνου του Απόλλωνα, δημιουργεί νέα δεδομένα σχετικά με τις διαστάσεις του οικοδομήματος, ενώ την εικόνα του αρχαϊκού ιερού συμπληρώνει βορειοδυτικά ένα μνημειακό πρόπυλο.
Μαζί με τον εντοπισμό και την αποκάλυψη αυτής της εισόδου, κατά τις φετινές εργασίες ανατράπηκαν οι γνώσεις μας γιατη μορφή του περιβόλουπου έως σήμερα ήταν γνωστός ως πεταλόσχημη κατασκευή, καθώς αυτός διατρέχει ολόκληρη τη δυτική κλιτύ του λόφου σε συνολικό μήκος περίπου 50 μ. και, κατά τόπους, σε μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,20 μ. Σε όλο του το μήκος το τείχος εδράζεται επάνω στο φυσικό πορώδη βράχο του λόφου ο οποίος έχει λαξευτεί δημιουργώντας δύο άνδηρα συνολικού πλάτους 2,50μ. .
Ανοικτά παραμένουν ακόμα τα ερωτήματα της περαιτέρω πορείας προς τη νότια πλευρά, καθώς και της σύνδεσής του με το γνωστό γωνιακό τμήμα του μνημειακού περιβόλου στο σημείο αυτό. Στο μεγαλύτερο τμήμα της πορείας του τείχους σώζεται η υποθεμελίωση από αδρούς λίθους μεγάλου μεγέθους και, ενίοτε, η εσωτερική τειχοδομία από μεγάλου μεγέθους επεξεργασμένους κροκαλοπαγείς λίθους, ασβεστόλιθους και πωρόλιθους σε σειρές. Η κατασκευή δεν μπορεί ακόμη να χρονολογηθεί με ασφάλεια αφού τόσο η στρωματογραφία όσο και τα κινητά ευρήματα είναι διαταραγμένα. Βέβαιο είναι, όμως, ότι το τείχος δέχθηκε επεμβάσεις στην εξωτερική του πλευρά κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.
Όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα στο ΒΔ τμήμα του τείχους, κοντά στη μνημειακή είσοδο προς το ιερό, μια κατασκευή της ρωμαϊκής εποχής παραβίασε τμήμα του για τη δημιουργία μιας δεξαμενήςδιαστάσεων 4,00. Χ 4,00μ.. Στο οικοδόμημα αυτό, που σώζεται σε άριστη κατάσταση, το δάπεδο αποτελείται από τετράγωνες πήλινες πλάκες, ενώ την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων καλύπτει υδραυλικό κονίαμα.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο χώρος αυτός και εξαιτίας ενός μοναδικού ευρήματος: Στο κέντρο και ακουμπισμένοστην επιφάνεια του δαπέδου βρέθηκε ένα ακέραιο δωρικό κιονόκρανο με υποτραχήλιο. Λόγω της ιδιαίτερης αυτής τυπολογίας μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στο ναό του Απόλλωνα αφού συμπληρώνει ένα παρόμοιο στο αρχαιολογικό μουσείο της Σπάρτης που βρέθηκε μαζί με άλλα θραύσματα ίδιου τύπου σε παλαιότερες έρευνες στο ιερό.