Του Νίκου Σηφάκη…
Μπορεί η χρονιά που έληξε στην Ευρωλίγκα να μην ήταν αποδοτική και οι δυο ελληνικές ομάδες που μονίμως εκπροσωπούν τη χώρα μας να μη στάθηκαν ικανές για «ένα βήμα πιο ψηλά» σε μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά, ωστόσο είναι αλήθεια ότι από το περασμένο φθινόπωρο κιόλας, οι συγκυρίες δεν στάθηκαν καθόλου ευνοϊκές.
Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός επλήγησαν από την πανδημία (οι πράσινοι σαφώς περισσότερο») καθώς τα συνεχή κρούσματα, τα δις και τρις εβδομαδιαίως τεστ, αλλά και τα ταξίδια που υπό αυτές τις συνθήκες λειτούργησαν ανασταλτικά, δημιούργησαν ένα κλίμα αρνητικής διάθεσης. Και δεν είναι μόνο οι ελληνικές ομάδες.
Αντίστοιχα προς επίλυση προβλήματα παρουσιάστηκαν και σε επίσης σημαντικούς συλλόγους του ευρωπαϊκού μπάσκετ όπως η Μακάμπι, η Ζαλγκίρις, η Μπασκόνια και η Βιλερμπάν και ο παρονομαστής ήταν κοινός: Απέτυχαν στον κύριο στόχο τους, δηλαδή να πάρουν θέση στην οκτάδα, η οποία είναι συνδεδεμένη με το «κατόπιν βλέποντας και κάνοντας».
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, το είδε όλη η Ευρώπη με την περίπτωση της Χίμκι.
Τα χρήματα δεν έλειψαν ποτέ από την συγκεκριμένη ομάδα την τελευταία δεκαετία, ωστόσο δεν κατόρθωσε ποτέ να βρει την συνταγή της επιτυχίας που είναι συνυφασμένη με κατάκτηση τίτλου και σωστή αξιοποίηση του πλούσιου μπάτζετ της.
Απόδειξη ότι τα χρήματα από μόνα τους δεν μπορούν να φτιάξουν μια ομάδα πρωταθλητισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη θεατών διαδραμάτισε τον δικό της κρίσιμο ρόλο στην διαδικασία «αμηχανίας» των παικτών στον αγωνιστικό χώρο. Η απουσία φιλάθλων λόγω της Covid-19 και η υποτονική ατμόσφαιρα, πρόσθεσαν και άλλα εμπόδια στην ομαλή και «ζωντανή» διεξαγωγή των αγώνων και (προφανώς) δυσκόλεψαν περισσότερο τις ομάδες που συνήθως οι οπαδοί τους δημιουργούν ζεστή ατμόσφαιρα, μεταξύ αυτών και τους ολυμπιακό και παναθηναϊκό.
Ελάχιστα αποδοτική λοιπόν η χρονιά για τις ομάδες που έχουν άμεση εξάρτηση του μπάτζετ κάθε χρονιάς με την προσέλευση του κόσμου, γι’ αυτό και η έκβαση της Ευρωλίγκας την περίοδο που έρχεται, σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο τα «κλειστά» του μπάσκετ θα είναι… ανοικτά.
Επομένως, το οικονομικό κομμάτι μιας ομάδας που έχει προοπτική να αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα και να κάνει την υπέρβαση είναι το σοβαρότερο όλων.
Οι ιδιοκτήτες των συλλόγων δεν θέλουν, δεν μπορούν και δεν είναι σοφό να βάζουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερο το χέρι στην τσέπη, πολλώ δε μάλλον όταν τα έσοδα είναι από ανύπαρκτα έως ελάχιστα.
Το 90% των ομάδων την εποχή του κορωνοϊού κινήθηκαν με πτήσεις τσάρτερ. Ορισμένες όπως η Ρεάλ, η Μακάμπι, η ΤΣΣΚΑ και η Ζαλγκίρις έχουν αεροπλάνα ή συμφωνίες με ιδιωτικές εταιρείες που μεταφέρουν τις αποστολές τους όπου θέλουν, αλλά οι υπόλοιπες αναγκάζονται να πληρώσουν τεράστια ποσά στις πτήσεις, οι οποίες μάλιστα γίνονται εξαιρετικά κουραστικές λόγω του πρωτόκολλου απέναντι στην πανδημία.
Μια πτήση τσάρτερ στοιχίζει 50.000-60.000 ευρώ για κάθε ομάδα της Ευρωλίγκας που έτσι κι αλλιώς μέσα στη χρονιά πληρώνουν πτήσεις τσάρτερ για να πάνε σε μακρινούς προορισμούς (Κάουνας, Μόσχα, Αγία Πετρούπολη κ.λπ.). Με δεδομένο ότι μέσα στη χρονιά κάθε ομάδα θα κάνει από 14 μέχρι 17 ταξίδια προκειμένου να καλύψει τις εκτός έδρας υποχρεώσεις της, το συνολικό ποσό που θα χρειαστεί φτάνει ή και ξεπερνά τις 700.000 με 800.000 ευρώ, δηλαδή όσο κοστίζει μια αξιόπιστη μεταγραφή για έναν παίκτη που θα θωρακίσει τα αδύναμα στοιχεία της…
Βεβαια, ότι οι Turkish Airlnes είναι χορηγός της διοργάνωσης εν προκειμένω μοιάζει με ειρωνεία, αλλά όλο αυτό διυλίζεται στα κλιμάκια της Ευρωλιγκάτης Αρχής και αποτέλεσμα δεν έχει υπάρξει…
Κατά συνέπεια, οι οπαδοί των ελληνικών ομάδων που αγωνίζονται είτε στην Ευρωλίγκα είτε στο Champions League ή το Eurocup, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν κάτι που γνωρίζουν, αλλά δεν υπακούουν στην αλήθεια του: Οτι δηλαδή οι εποχές του πακτωλού χρημάτων και των πανάκριβων μεταγραφών, για τη συντριπτική πλειοψηφία των συλλόγων αποτελούν παρελθόν. Και δυστυχώς μη άμεσα επιστρεπτέο…