Του Άκη Καπράνου
Το ζήτημα της ιστορικής καταγραφής, κινηματογραφικά μιλώντας τουλάχιστον, μοιάζει να ενδιαφέρει περισσότερο τους ντοκιμαντερίστες παρά τους σκηνοθέτες – πράγμα παράδοξο θα έλεγε κανείς για τη μακρά ιστορία της Ελλάδας. Όμως οι λόγοι γι’ αυτό είναι μάλλον κατανοητοί (και μας «προσγειώνουν» απότομα στη σκληρή πραγματικότητα του ελληνικού κινηματογραφικού τοπίου): Χρειάζονται πολλά χρήματα για μια ακριβή ιστορική αναπαράσταση, είτε αυτό αφορά τα αρχαία χρόνια, είτε την επανάσταση του 1821.
Όχι πως δεν υπήρξαν προσπάθειες – και από νωρίς μάλιστα.
Το 1928 παρουσιάστηκε το «Χάνι της Γραβιάς και αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καμινάκη, που πρωτοπροβλήθηκε στον κινηματογράφο «Αργυλλά» του Βόλου. Μάλιστα, η εταιρία παραγωγής “Ηρώ Φιλμ Νέας Ελλάδος” ξεκαθάριζε: «Δεν παρουσιάζομεν σούπερ φιλμ μεγάλου και φημισμένου εργοστασίου, δεν παρουσιάζομεν ταινίαν εκατομμυρίων αξίας. Παρουσιάζομεν όμως την πρώτην ελληνικήν ταινίαν ελληνικής καθαρά υποθέσεως, ταινίαν των προγόνων μας που χάριν αυτών καυχόμεθα ότι είμεθα κράτος». Το αρνητικό του φιλμ μαζί με έξι καρυοφύλλια, που είχαν χρησιμοποιηθεί στα γυρίσματα, σώζονταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στο αρχοντικό των κληρονόμων του Τσατσαπά, συνεταίρου του Καμινάκη. Από τη στιγμή που το αρχοντικό κατεδαφίστηκε, η τύχη του φιλμ και των κειμηλίων αγνοείται. Σημειώστε πως ο Δημήτρης Καμινάκης αναφέρεται ως σκηνοθέτης δύο ακόμη ταινιών: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Ο λήσταρχος Γιαγκούλας». Ταινίες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε αν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Γενικά η ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου παρουσιάζει (ειδικά στα πρώτα του βήματα) εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με αυτή της Ελληνικής επανάστασης – ίσως κάποτε να αφιερωθεί μια ταινία και στο σινεμά μας. Που προσπάθησε να συναγωνιστεί τα μεγάλα επικά θεάματα της Αμερικής με… πεντακάθαρες και φρεσκοσιδερωμένες φουστανέλες, όλες τους λες νοικιασμένες από το ίδιο βεστιάριο. Μερικοί αξιόλογοι σκηνοθέτες βέβαια, προσπάθησαν να κάνουν τη διαφορά, όπως ο Γρηγόρης Γρηγορίου με τη «Η λίμνη των στεναγμών» (1959), μια ταινία για τον Αλή Πασά και την κυρά-Φροσύνη, σε σενάριο εμπνευσμένο από ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στους πρώτους ρόλους η Ειρήνη Παπά και ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Στο μεταξύ η Ειρήνη Παπά υποδύθηκε και τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, πάλι με συμπρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ενώ εντύπωση προκαλεί η συμμετοχή της Γεωργίας Βασιλειάδου για… “comic relief”. Όλα αυτά στη «Μπουμπουλίνα» που γυρίστηκε την ίδια χρονιά και σκηνοθετήθηκε από τον Κώστα Ανδρίτσο.
Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί το φιλμ «Ζάλογγο, το Κάστρο της Λευτεριάς». Σκηνοθέτης της ήταν ο Στέλιος Τατασόπουλος, ένας από τους πρωτομάστορες του ελληνικού σινεμά. Η παραγωγή ήταν της «ΑΝΖΕΡΒΟΣ», ενώ τη μουσική υπέγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Μία από τις δημοφιλέστερες ταινίες της δεκαετίας του ’70, που έκοψε συνολικά 391.874 εισιτήρια ήταν και ο «Αστραπόγιαννος». Ο Νίκος Κούρκουλος πρωταγωνίστησε στο ρόλο του ξακουστού αρματωλού και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στο καστ επίσης Λαυρέντης Διανέλλος, Σπύρος Καλογήρου, Νίκος Νομικός, Πόπη Αστεριάδη. Σκηνοθέτης ήταν ο Νίκος Τζήμας, ενώ τη μουσική έγραψε ο Μίμης Πλέσσας. Ο σκηνοθέτης αναφέρει: “Η ιδέα για τον «Αστραπόγιαννο» μού ήρθε όταν ήμουν στη φυλακή, με είχαν συλλάβει ως μέλος των Λαμπράκηδων. Όταν βγήκα προσπάθησα να πείσω τον Φίνο για την παραγωγή, αλλά εκείνος αντιδρούσε, θεωρούσε ότι ήταν υπερβολικά ακριβή ταινία για τα ελληνικά δεδομένα. Είχε υπολογίσει ότι το μέγιστο που μπορεί να φέρει μια ταινία από τις εισπράξεις στην Ελλάδα ήταν 2,5 εκατ. δραχμές, ήξερε ότι δεν μπορούσες να υπολογίζεις σε πωλήσεις στο εξωτερικό και επέμενε η πιο ακριβή παραγωγή του να μην ξεπερνά αυτό το όριο. Τελικά υποχώρησε. Ο «Αστραπόγιαννος» είχε προϋπολογισμό 3 εκατ. και έφερε 2,5 εκατ. από την Ελλάδα και 900.000 δραχμές από το εξωτερικό».
Έχω αφήσει στην άκρη πολλές φτηνιάρικες παραγωγές που δεν χρειάζεται να αναφερθούν (πόσο να μετάνιωσε άραγε η Τζένη Καρέζη για τη συμμετοχή της στο άθλιο «Μαντώ Μαυρογένους» του Κώστα Καραγιάννη, δύσκολα όμως στήνεις κείμενο για το κινηματογραφικό ’21 δίχως να αναφέρεις τον «Παπαφλέσσα» του Ερρίκου Ανδρέου, παραγωγής 1971.Το ελληνικό «Μπεν Χουρ» κόστισε (εκείνη την εποχή) 12 εκατομμύρια δραχμές, γυρίστηκε φυσικά με τη βοήθεια του ελληνικού στρατού, ενώ μόνο τυχαίες δεν είναι οι νύξεις κατά των «Φιλικών», καθώς αυτοί παρέπεμπαν στους κακούς Ρώσους. Τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ εδώ (που παίζει περισσότερο με το physique του) συμπληρώνουν οι Δημήτρης Ιωακειμίδης (υπέροχος στο ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), Στέφανος Στρατηγός, Αλέκος Αλεξανδράκης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Χρήστος Πολίτης, Κάτια Δανδουλάκη, Λαυρέντης Διανέλλος, Θόδωρος Μορίδης, Ηλίας Λογοθέτης και Σταύρος Ξενίδης. Ένα τεράστιο καστ και ένας σκηνοθέτης που είχε αποδείξει τη φαντασία και την επιδεξιότητα του. Αλλά και πάλι, τις αστραφτερές φουστανέλες δεν τις γλυτώσαμε – όπως και τα κωμικά, πομπώδη λόγια.
Στη «Δίκη των Δικαστών» του 1974, γυρισμένη από τον πάντοτε αξιόπιστο Πάνο Γλυκοφρύδη (στον οποίο χρωστάμε ίσως την κορυφαία ταινία που γυρίστηκε ποτέ για τη Γερμανική κατοχή, το φιλμ «Με τη λάμψη στα μάτια»), έχουμε την αναπαράσταση της δίκης των δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη για απείθεια και την πανηγυρική τους αθώωση κατά τη διάρκεια της περιόδου της αντιβασιλείας στην Ελλάδα του Όθωνος. Μια πραγματική σελίδα της ελληνικής ιστορίας σε μια δυστυχώς φτηνή παραγωγή (η «Φίνος» έπνεε τα λοίσθια τότε) που όμως σώζεται από την στιβαρή σκηνοθετική γραφή αλλά και τις ερμηνείες των Νίκου Κούρκουλου, Νικηφόρου Νανέρη, Μάνου Κατράκη, Δημήτρη Μυράτ, Χρήστου Τσάγκα, Χρήστου Καλαβρούζου και του Σπύρου Καλογήρου.
Κλείνοντας θα κάνω ένα μεγάλο άλμα για να πιάσω το φιλμ «Μπάιρον: Μπαλάντα για έναν Δαίμονα» με σκηνοθέτη τον Νίκο Κούνδουρο του κορυφαίου «Δράκου» – είναι η ταινία που ο σκηνοθέτης της αγαπούσε περισσότερο απ’ όλες, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λόγια του ιδίου στον γράφοντα. Φιλμ δύσκολο, στυφό, και ασυνήθιστό. Με κεντρικό πρόσωπο τον Λόρδο Βύρωνα που ψυχορραγεί στην κατακερματισμένη ελληνική γη – ένας ποιητής βυθισμένος στη λάσπη και την απόγνωση. Μια ταινία όχι ηρωική αλλά αντιηρωική, στημένη επιβλητικά (το κόστος της δεν έχει γνωστοποιηθεί μέχρι σήμερα, αλλά καλό είναι να υπογραμμίσουμε πως πρόκειται για ελληνο-σοβιετική παραγωγή τεραστίου μεγέθους) αλλά και βαθιά υπαρξιστική. Και εδώ είναι το παράδοξο: Ο προϋπολογισμός της ταινίας δεν πτόησε καθόλου τον Κούνδουρο που έκανε ακριβώς την ταινία που ήθελε χωρίς καμία υποχώρηση. Δείχνει και αυτό κάποιον ηρωισμό, non?
Αξίζει τέλος μια αναφορά στο «Μαύρο Λιβάδι» του Βαρδή Μαρινάκη, όπου μια έφηβη μοναχή, μεγαλώνει σε ένα γυναικείο μοναστήρι επί Τουρκοκρατίας, υπό την επίβλεψη της αυστηρής Ηγουμένης. Τη γαλήνη του μοναστηριού έρχεται να ταράξει ένας Γενίτσαρος, που καταφτάνει βαριά τραυματισμένος. Με τη συγκατάθεση της Ηγουμένης, η νοσοκόμα της μονής Πελαγία περιθάλπει τον τραυματία, εκπαιδεύοντας παράλληλα την Ανθή ως βοηθό της. Σύντομα, Ανθή και Πολεμιστής έρχονται κοντά. Μόνο που η Ανθή κρύβει ένα τρομερό μυστικό: Είναι αγόρι. Γυρισμένο το 2009, το φιλμ είναι εξόχως φωτογραφημένο – πιθανότατα το πιο όμορφο οπτικά φιλμ απ’ όλα όσα παρουσιάσαμε σήμερα, και διαθέτει μια σπουδαία ερμηνεία από την πάντοτε αξιόλογη Σοφία Γεωργοβασίλη.