του Δημήτρη Αντωνόπουλου
Ροκ ποίηση σε μπερδεμένους καιρούς.
Αυτό είναι το νέο άλμπουμ των καταπληκτικών (για ακόμη μία φορά) Fontaines D.C. με δύο λόγια.
Στην εποχή του μεταμοντέρνου, η μπάντα από την Ιρλανδία ξετυλίγει βήμα – βήμα στο νέο της άλμπουμ, χαρακτηριστικά που λειτουργούν μέσα από ένα μυστικό, σχεδόν ιερό προσωπικό κώδικα και τελικά ανασυνθέτουν μέσα από την ισχυρή ταυτότητα τους, το ιδανικό σύγχρονο πρόσωπο του Rock & Roll.
Χρόνια τώρα, διαβάζουμε και ακούμε (όχι άδικα) σχεδόν παντού είναι η αλήθεια, για την απουσία καινούργιων στοιχείων από την σημερινή ροκ σκηνή, από τα νέα ονόματα που ξεχωρίζουν δηλαδή.
Οι Fontaines D.C. με το έξοχο ”Skinty Fia” μας δίνουν απλόχερα όλες τις απαντήσεις λοιπόν. Δεν ήταν ποτέ στ’ αλήθεια ζήτημα έμπνευσης, η ταλέντου, καθώς υπήρξαν σίγουρα ονόματα που διέθεταν και τα δύο στο πρόσφατο παρελθόν. Ήταν μάλλον, ζήτημα ακεραιότητας (σε αρκετά επίπεδα) και ξεκάθαρων προσωπικών χαρακτηριστικών μαζί.
Οι Ιρλανδοί δεν αστειεύονται κι αυτό είναι κάτι που το έκαναν ξεκάθαρο από το θριαμβευτικό τους ντεμπούτο (”Dogrel”) ήδη. Δεν τους ενδιαφέρουν οι καινοτομίες, έτσι, για το δήθεν της υπόθεσης, ούτε βέβαια και η αναζήτηση εντελώς νέων ηχητικών τοπίων, σε μια εποχή μάλιστα που τα πάντα ”χορεύουν” στον αέρα στο παράξενο σύμπαν της μουσικής βιομηχανίας, σε τόσο ρευστούς καιρούς πιο απλά.
Το σχήμα αυτό έχει ρίζες και επιρροές που όχι μόνο δεν αρνείται, αλλά τις υπερασπίζεται με εντελώς σημερινούς όρους. Ακριβώς για αυτό ενώ θυμίζουν τα πάντα, την ίδια ακριβώς στιγμή, ο ήχος τους είναι πιο επίκαιρος από ποτέ στις μέρες μας.
Στο ξεκίνημά τους μάλιστα, οι πρόχειροι και βιαστικοί, τους τοποθέτησαν με χαρακτηριστική ευκολία στην σκιά των περίφημων Fall, κάτι δηλαδή (περίπου) ως εξαιρετικούς, μα δευτεροκλασάτους τελικά, μιμητές περασμένων μεγαλείων, δίχως όραμα και προσωπικό αφήγημα.
Όλα αυτά ανήκουν όμως σήμερα οριστικά στο παρελθόν.
Μοιάζει σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ, γιατί η ίδια η μπάντα άλλωστε, δεν πήρε ποτέ αληθινά σοβαρά τον μουσικό τύπο, ακριβώς γιατί παίρνει πάρα πολύ σοβαρά τον εαυτό της. Τα μεγάλα στάδια, μαζί με τα κορυφαία φεστιβάλ, μα και την τόσο δύσκολη αγορά των ΗΠΑ, είναι έτοιμα από καιρό και τους περιμένουν.
Σε συνέντευξή τους στην εκπομπή μου, πριν από μερικά χρόνια, τους τόνισα τότε με απόλυτη βεβαιότητα, πως τους θεωρώ ξεκάθαρα σαν το τελευταίο καταφύγιο του Rock & Roll.
Αν δεν μπορούν αυτοί δηλαδή, έ τότε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε όλοι μαζί, γιατί το ροκ είναι οριστικά σε τέλμα και τρώει από τα έτοιμα.
Κάτι τέτοιο.
Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά των Conor Deegan, να γελάει με μια σχεδόν αμήχανη σεμνότητα (ιδιαίτερα σπάνια στην εποχή μας) από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής όταν το άκουσε αυτό.
Ήταν η πρώτη συνέντευξη των Fontaines D.C. σε ραδιόφωνο της χώρας μας, είχε περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να πραγματοποιηθεί, μετά από εβδομάδες προσπάθειας, επικοινωνίας και αναβολών η συγκεκριμένη, έτσι δεν είχα και αληθινά πολλά περιθώρια, έπρεπε δηλαδή να είμαι απόλυτα ειλικρινής και απέναντι στη μπάντα, μα και απέναντι στον εαυτό μου.
Να τους πω με δύο λόγια αυτό που σκεφτόμουν.
Σήμερα, με το νέο τους άλμπουμ, οι Fontaines D.C. με κάνουν ξεχωριστά χαρούμενο, όταν σκέφτομαι πως ναι, είχα δίκιο.
Πρώτα σαν έναν άνθρωπο της μουσικής, σαν ακροατή, και μετά σαν οτιδήποτε άλλο. Το ”Skinty Fia”, δεν είναι απλά το καλύτερο άλμπουμ μιας πολύ ξεχωριστής νέας μπάντας, μα το κορυφαίο (μέχρι τώρα έστω) ροκ άλμπουμ της χρονιάς. Με διαφορά μάλιστα από το δεύτερο.
Πριν από μερικές μέρες, είχαμε την αληθινά σπουδαία τύχη να τους απολαύσουμε στην Ελλάδα, μαζί με μία εξαιρετική φεστιβαλική παρέα (Nick Cave, Mogwai, Sugar For The Pill, Royal Arch) στην Πλατεία Νερού, στην τρίτη (και καλύτερη) τους επίσκεψη στη χώρα μας.
Πολύ σύντομα, όσοι βρέθηκαν εκεί, με τους Fontaines D.C. απέναντί τους, θα έχουν να θυμούνται (και να νιώθουν περήφανοι για αυτό) τη συνάντησή τους με τη σημαντικότερη ροκ μπάντα του καιρού μας, λίγο πριν από την εκτόξευσή της με τελικό προορισμό την κορυφή.
Είπαμε, οι Ιρλανδοί, δεν αστειεύονται.
Είναι μάλλον υποθέτω, εκείνη η καταραμένη εσωτερική ανάγκη για έκφραση και δημιουργία που προηγείται και σπρώχνει μια μπάντα στα όρια της σαν το καλύτερο καύσιμο που θα μπορούσε να υπάρξει, μαζί με το απαραίτητο ταλέντο βέβαια, που στη συγκεκριμένη περίπτωση περισσεύει.
Αυτό μάλλον είναι, μαζί με τη φωτιά του Rock & Roll που καίει στις ψυχές των Ιρλανδών από πάντα.