Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης
Το 1708 στη Σμύρνη είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε σχολείο στο οποίο δίδασκε ο Αδαμάντιος Ρύσιος, παππούς του Αδαμάντιου Κοραή.
Το λεγόμενο Παλαιό Σχολείο, στο οποίο δίδασκε ο Ρύσιος, βρισκόταν στην περιοχή του Επάνω Μαχαλά. Όμως μετά από μερικά χρόνια έκλεισε και το 1717 ο τότε μητροπολίτης Σμύρνης Ανανίας θέλησε να το επανασυστήσει με τη συνδρομή των προυχόντων.
Το 1733 επιτροπή αποτελούμενη από τους Παντελή Σεβαστόπουλο, Γεώργιο Όμηρο και Ζωρζή Βιτάλη, υπογράφει την ιδρυτική πράξη του σχολείου, το οποίο δέκα χρόνια αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1743, αφιερώθηκε στον Ιησούν Χριστό, ως σχολείον των ευαγγελικών εντολών και φροντιστήριον πάντων των ελληνικών μαθημάτων.
Ο Ιερόθεος Δενδρινός διορίζεται ισόβιος δάσκαλος και τη διαχείριση αναλαμβάνει μια πενταμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους: Παρασκευά Κυριακού, Νικόλαο Χρυσογιάννη, Ιωάννη Κουρμούζη, Θεόδωρο Μαυρογορδάτο και Αθανάσιο Κροκόνδηλο.
Η ίδρυση της Ευαγγελικής Σχολής εντασσόταν στην γενικότερη προσπάθεια αντιμετώπισης των προσηλυτιστικών ενεργειών των Γάλλων Ιησουιτών της Σμύρνης.
Το σχολείο αρχικώς ονομαζόταν Ελληνικό Σχολείον, Μεγάλον Σχολείον, ή απλώς Σχολείον, επίσης Σχολείον Χριστού, Ευαγγελικόν Φροντιστήριον ή Σχολείον των Ευαγγελικών Μαθημάτων. Από το 1808 επικράτησε η ονομασία Ευαγγελική Σχολή πρωτοαναφερόμενη σε έγγραφο του Πατριαρχείου.
Πρώτος διευθυντής ήταν ο ιερέας Ιερόθεος Δενδρινός μέχρι το 1780. Η θητεία του ήταν ισόβια και αυτός θα όριζε τον διάδοχό του.
Όσο ο διευθυντής ήταν φορέας κύρους η γνώμη του υπερίσχυε, όμως σταδιακά αύξανε η επιρροή των εφόρων και συχνές ήταν οι μεταξύ εφόρων και διευθυντή ή καθηγητών διαφωνίες που έφταναν μέχρι και της απομάκρυνσης κάποιων διευθυντών ή μελών του διδακτικού προσωπικού (π.χ. ο διευθυντής Νεοκλής Παπάζογλους ή ο καθηγητής Εμμ. Δούκας). Η σταδιακή επικράτηση των εφόρων αποτυπώθηκε όταν στα 1837 η διεύθυνση της σχολής ανατέθηκε στον έφορο Κυριάκο Φαρδή.
Ο Παντελής Σεβαστόπουλος – που ήταν βρετανός υπήκοος – θα ενισχύσει την σχολή με δωρεές ενώ την έθεσε υπό την προστασία του Άγγλου προξένου της Σμύρνης και της Levant Company.
Η βρετανική προστασία καθυστέρησε να αναγνωριστεί από την οθωμανική κυβέρνηση και τελικά αυτό έγινε με σουλτανικό βεράτι με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1810 με αφορμή τις διενέξεις γύρω από τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης.
Από το 1743 κατά το ιδρυτικό της Σχολής παρεχόταν δωρεάν διδασκαλία δι’ όλους τους προσερχομένους Χριστιανούς, ενώ από το 1872 δεν επιβάλλονταν περιορισμοί με βάση το θρήσκευμα. Οι μόνοι ξένοι υπήκοοι ήταν Αρμένιοι και Εβραίοι και Έλληνες με ξένη υπηκοότητα (γαλλική, αγγλική, ιταλική).
Κατά την περίοδο 1747-1892 είχαν κληροδοτηθεί υπέρ της Σχολής κληροδοτήματα αξίας 60.337 τουρκικών λιρών από ξένους υπηκόους και κληροδοτήματα αξίας 2.231 τουρκικών λιρών από Οθωμανούς υπηκόους.
Η ανάγνωση των εγγράφων του 1733 (ιδρυτική πράξη σχολείου),αλλά και της 1ης Δεκεμβρίου 1743 αποτυπώνει την αποστασιοποίηση του σχολείου από τις κοινοτικές αρχές της Σμύρνης αλλά και από τις τοπικές εκκλησιαστικές. Συγκεκριμένα στον Κώδηκα της εν Σμύρνη Ευαγγελικής Σχολής (Σμύρνη 1876), διαβάζουμε… “να μην έχη τινάς ούτε της εκκλησιαστικής τάξεως, ούτε τινάς εκ της πολιτείας, ούτε γένος οικείον και αλλότριον,να απλόνη χείραν”.
Η σχολή έπαψε να λειτουργεί από το 1821 έως το 1824.
Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην αύξηση του κύρους της παλαιάς εκείνης Σχολής και την εξάπλωση της φήμης της. Εκείνο όμως που συνέβαλε κυρίως στις υψηλές της επιδόσεις ήταν το προσωπικό της Σχολής. Καθηγητές εκλέγονταν οι διαπρεπέστεροι λόγιοι, παιδαγωγοί, επιστήμονες και ενθουσιώδεις λειτουργοί της παιδείας. Χάρις στο διδακτικό προσωπικό αποφοιτούσαν νέοι με ολοκληρωμένη και τέλεια μόρφωση.
Σε αυτήν φοίτησαν ο Αδάμ. Κοραής, ο εθνομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε’, Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ο λογογράφος Στέφανος Ξένος, ο ποιητής Στέλιος Σπεράντζας, ο εφοπλιστής Αριστοτέλης Ωνάσης, ο μουσικός και ακαδημαϊκός Μανώλης Καλομοίρης. Αλλά και αναρίθμητοι άλλοι που αναδείχτηκαν ως λόγιοι, επιστήμονες, κληρικοί, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, η Ευαγγελική Σχολή επανιδρύθηκε στην Νέα Σμύρνη.
Το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης
Το 1803 ιδρύθηκε στη Σμύρνη η Νέα Δημόσια Σχολή ενώ το 1808 έλαβε πρόσκληση από τους Έλληνες της πόλης να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής ο Κωνσταντίνος Κούμας, πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ιστορικός, φιλόσοφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων.
Με προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή, που τον εκτιμούσε για τις ικανότητές του, ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση κι έφερε σύντομα κοντά του τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, που γνώριζε από τη θητεία του στην Τσαριτσάνη Θεσσαλίας.
Μαζί δίδαξαν εκτός από τα παραδοσιακά μαθήματα (ιστορία, θρησκευτικά, γλώσσα) και πιο μοντέρνα όπως μαθηματικά, φιλοσοφία, πειραματική φυσική, γεωγραφία και ηθική, ενώ οργάνωσαν φυσικά και χημικά πειράματα εξοπλίζοντας τη σχολή με τα αντίστοιχα όργανα.
Με τη διδασκαλία τους εισήγαγαν τον ορθολογισμό και το πείραμα, εκτοπίζοντας την εκκλησιαστική παράδοση διδασκαλίας που στηριζόταν στην αποστήθιση και την υπακοή. Ο Κούμας απόκτησε μεγάλη φήμη ως άξιος οργανωτής σχολείων.
Το 1809 η Νέα Δημόσια Σχολή μετονομάστηκε σε Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης.
Απέναντί του είχε την ονομαστή και παλαιά της Σμύρνης Ευαγγελική Σχολή. Παρά το ένδοξο παρελθόν της, είχε αποκλείσει κάθε νεωτερική και προοδευτική ιδέα, κυρίως αυτές του Διαφωτισμού και των νέων προσανατολισμών και αντιλήψεων σε θέματα παιδείας.
Πολλοί γονείς τη θεωρούσαν πια καθυστερημένο και συντηρητικό ίδρυμα, ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες της Σμύρνης και του Έθνους γενικότερα, οπότε ολοένα και περισσότεροι έστελναν τα παιδιά τους στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, ενισχύοντας το κύρος και τις οικονομικές δωρεές τους.
Ο Κούμας έλεγε πως οι μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής αποφοιτούν στολισμένοι με κάποιους συνδέσμους της γραμματικής αλλά τελείως γυμνοί από γνώσεις αναγκαίες για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής.
Το Γενάρη του 1810 το Φιλολογικό Γυμνάσιο κατόρθωσε να αποκτήσει δική του στέγη και να εδραιωθεί προς μεγάλη χαρά του Αδαμάντιου Κοραή και σε πείσμα των αντιδράσεων του Αθανάσιου Πάριου, συντηρητικού δασκάλου και φανατικού εχθρού των νεωτεριστών κι άλλων.
Το προσωπικό του Φιλολογικού Γυμνασίου ήταν πολύ ανώτερο από πολλές απόψεις, κέρδιζε την υπεροχή απέναντι στην Ευαγγελική Σχολή, που προοδευτικά έφθινε και έχανε ένα μέρος από το κύρος και την αίγλη της.
Το 1811 το Φιλολογικό Γυμνάσιο έγινε δημόσιο (από ιδιωτικό) και συντηρείτο από εράνους και δωρεές ιδιωτών και ναών. Σε αυτό δίδαξαν εκτός του Κούμα, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο αδελφός του Στέφανος Οικονόμος, ο Απόστολος Σμυρναίος, ο Ιωάννης Πελοποννήσιος, ο Αναστάσιος Ιθακήσιος κι ο Δημήτριος Θετταλός.
Η εφημερίδα Ελληνικός Τηλέγραφος σε δημοσίευμά της τον Φλεβάρη του 1813 αναδημοσιεύοντας ανταπόκριση της Journal de L’ Empire από την Σμύρνη, αναφέρει πώς ήδη σε αυτήν διδάκοσκονταν η φιλοσοφία,η φυσική, η αστρονομία, η φυσιολογία, η ανατομία, η χημεία.
Η Ευαγγελική Σχολή, που διοικούσε ο γηραιός Χρύσανθος Καραβίας, για να αντιμετωπίσει το Φιλολογικό Γυμνάσιο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τα παραδοσιακά μαθήματα και τα συντηρητικά σχήματα, να διευρύνει τον κύκλο των διδασκομένων μαθημάτων και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Έτσι το 1810 κάλεσε τον περιώνυμο Θεόφιλο Καΐρη από την Άνδρο με σπουδές στην Πίζα και το Παρίσι, για να διδάξει φιλοσοφία και μαθηματικά, που ήρθε το 1811.
Η ανάκαμψη της Σχολής υπήρξε άμεση. Όμως η αθέτηση ανειλημμένων υποχρεώσεων καταβολής διδάκτρων από την πλευρά των εφόρων της Σχολής ανάγκασε το Θεόφιλο Καΐρη να εγκαταλείψει τη Σμύρνη το 1812 και να πάει σε άλλο ελληνικό σχολείο στις Κυδωνίες (Αϊβαλί).
Η έριδα των δύο σημαντικών σμυρνέικων πνευματικών ιδρυμάτων με την πάροδο του χρόνου οξυνόταν και έφθασε στο κορύφωμα της στις 16 Ιουλίου 1819, οπότε με βίαιη, οχλοκρατική κίνηση καταλύθηκε το Φιλολογικό Γυμνάσιο. Για το γεγονός αυτό δε διασώθηκε μια πλήρης, αξιόπιστη αναφορά παρά μόνο διάσπαρτες πληροφορίες και κυρίως προσωπικές κρίσεις.
Ωστόσο η σύγκρουση αυτή, εκπαιδευτική αλλά και ιδεολογική, είχε και κάτι θετικό. Συσπείρωσε τις πνευματικές δυνάμεις της Σμύρνης λίγο πριν την έναρξη της Επανάστασης του 21.
Οι δημογέροντες, φίλοι του Φιλολογικού Γυμνασίου, συμφιλιώθηκαν με τους επιτρόπους της παλαιάς Ευαγγελικής Σχολής και με κοινό πρωτόκολλο επικυρωμένο και από τον επίσκοπο Σμύρνης Άνθιμο αποφάσισαν τον Οκτώβριο του 1820 να υποστηρίξουν με όλες τους τις δυνάμεις τη Σχολή, να βελτιώσουν το διδακτικό προσωπικό, να εκσυγχρονίσουν και να προσαρμόσουν τα αναλυτικά προγράμματα στα νέα εκπαιδευτικά δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής.
Η Ακαδημία Κυδωνιών
Η Ακαδημία Κυδωνιών βρισκόταν στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας και αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα του Ελληνισμού με ευρύτατη ακτινοβολία. Στο δυναμικό της ανήκαν μερικοί από τους σπουδαιότερους λογίους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Το 1773, κατά την επικρατέστερη άποψη, ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επέτυχε, με τη βοήθεια του ηγεμόνα της Βλαχίας και δραγουμάνου του οθωμανικού στόλου Νικολάου Μαυρογένη (1770-1786), τη χορήγηση προνομίων στην πόλη των Κυδωνιών.
Με τα προνόμια αυτά οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγής χριστιανική κοινότητα, επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις δημογέροντες και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, ο αγάς ή βοεβόδας και ο καδής (δικαστής).
Το 1780, με φροντίδα του Δημητρακέλλη, οικοδομήθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, στην περίβολο του οποίου ιδρύθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και κτήριο που στέγασε την Ελληνική Σχολή, με βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έργα φιλοσοφικά και θεολογικά.
Πρώτοι διδάσκαλοι της Σχολής υπήρξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος από τα Βουρλά ή την Κίο της Βιθυνίας, ο Βησσαρίων από τη Σύμη των Δωδεκανήσων, ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά κ.ά.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Σχολή του Οικονόμου, που πέθανε το 1792, αναδιοργανώθηκε, στεγάστηκε σε νέο οίκημα, πήρε το χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε Ακαδημία.
Στην Ακαδημία των Κυδωνιών, που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ο Βενιαμίν Λέσβιος δίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και διωγμό εναντίον του σοφού λογίου.
Το 1806 η σχολή έκλεισε για ένα διάστημα, μέσα στο πλαίσιο ευρύτερων διωγμών κατά των Ελλήνων εξ αιτίας Ρωσοτουρκικού πολέμου. Φαίνεται ότι η Ακαδημία κατηγορήθηκε για επαναστατική δράση.
Το 1811 τη διεύθυνση της Ακαδημίας ανέλαβε ο επίσης ονομαστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης και δίδαξε ως τις αρχές του 1821, όταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία εγκατέλειψε τις Κυδωνίες για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση.
Παράλληλα, δίδαξε και ο Γρηγόριος Σαράφης, ενώ μαθητές της Ακαδημίας, κυρίως Έλληνες, τίμησαν αργότερα τα ελληνικά γράμματα. Στην Ακαδημία φοίτησαν και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι.
Το 1819, ο Κυδωνιάτης Κωνσταντίνος Τόμπρας, που με φροντίδα της κοινότητας είχε εκπαιδευθεί στα τυπογραφεία του Ντιντό (Didot) στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση τυπογραφείου που ιδρύθηκε στην πόλη για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Σχολής. Η σχολή καταστράφηκε τον Ιούνιο του 1821 μαζί με την υπόλοιπη πόλη.
Στην Ελληνική Σχολή της Παναγίας των Ορφανών είχε εισαχθεί η διδασκαλία της ευρωπαϊκής μουσικής και της γαλλικής και τουρκικής γλώσσας.
Το 1816 εκδιώχθηκε ο Γάλλος μουσικοδιδάκαλος ονόματι Μπουσάρ, διότι κάποιος Τούρκος υπάλληλος που τον είδε να δίνει το ρυθμό τον κατήγγειλε ότι έδινε στους μαθητές στρατιωτικά παραγγέλματα. Μετά από αυτό, η σχολή συνέχισε διδάσκοντας μόνο βυζαντινή μουσική και οι απόφοιτοί της εργαζόταν σε διάφορα μέρη ως ιεροψάλτες.
Στην ίδια σχολή διδασκόταν και κλασικό θέατρο με τραγωδίες, όπως η Εκάβη του Ευριπίδη. Όπως αναφέρει ο Διδότος (Didot, 1790-1876), όταν παιζόταν η Εκάβη κλεινόταν με προσοχή οι πόρτες και τα παράθυρα, για να μη δουν οι Τούρκοι τα όπλα που έφεραν οι μαθητές και πάθουν ό,τι ο Μπουσάρ.
Με την ευκαιρία της διδασκαλίας του δράματος Πέρσαι του Αισχύλου, γινόταν έμμεση αναφορά στην απελευθέρωση από τους Τούρκους και σε μια εκδήλωση, υπό τον Κων. Οικονόμου, έγινε χαμηλόφωνα απαγγελία του Θούριου του Ρήγα, όπως αναφέρει Γάλλος διπλωμάτης που παρευρέθηκε.
με πληροφορίες από Βικιπαίδεια