Του Νίκου Μπουρσινού…
Εν αρχή, ήταν «Ο μελισσοκόμος», του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου, η εξαιρετική ταινία, του 1986. Ακολούθησε, το 2000, η πολύ φροντισμένη τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη «…ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες», σε σκηνοθεσία του, επίσης αείμνηστου, Κώστα Κουτσομύτη, με την Μαρινέλλα στον ρόλο της Μαρίκας Σουέζ (ΕΡΤ-1).
Γενικώς, τα πάμε καλά με το συγκεκριμένο και συμπαθές έντομο. Το απογειώσαμε το… πράγμα βέβαια με το πρόσφατο σουξέ, «Αγριες μέλισσες» (ΑΝΤ-1).
Χαμός στην τηλεθέαση, χαμός και στις διαφημίσεις – γύρω στα τριάντα διαφημιστικά μηνύματα, σε πρόγραμμα διάρκειας μιας ώρας – χαμός στα τηλεοπτικά περιοδικά, στα πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, στις παρέες.
Και καλά, η τηλεόραση στα διάφορα κουτσομπολοειδή προγράμματά της (αυτό έκανε πάντα), τρέφεται από αυτά που η ίδια παράγει. Των περιοδικών, αυτή είναι η δουλειά τους. Η κοινωνία, όμως;
Γιατί, άραγε, σε πάμπολλες παρέες κυριαρχεί η ίδια συζήτηση;
Δεν πρόκειται εδώ να κάνουμε κάποια, εκ του προχείρου, κοινωνιολογίζουσα ανάλυση. Άλλωστε, από τον καιρό που η τηλεόραση έγινε, εν πολλοίς, το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στη χώρα μας, ο κόσμος συζητούσε μεταξύ τυρού και αχλαδίου τα σίριαλ που σημείωναν υψηλή τηλεθέαση.
Η τηλεόραση, εκτός από ενημέρωση, ο Θεός να την κάνει, είναι, κατά κύριο λόγο, διασκέδαση και, ελάχιστες φορές, ψυχαγωγία, με την ακριβή έννοια της λέξης.
Εδώ, στην συγκεκριμένη σειρά, συναντιέται η φροντισμένη, πρέπει να ομολογήσει κάποιος, παραγωγή με τον παλιότερο ελληνικό κινηματογράφο, την θεματολογία του, εννοώ, και το είδος που έχει ονομαστεί «σαπουνόπερα». Ακαταμάχητος συνδυασμός, δεν νομίζετε;
Σ΄ ένα τόσο δα χωριό, συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Άσε, που οι πάντες παρακολουθούν τους πάντες, σε τρεις δρόμους, όλους κι’ όλους. Αλλά, εντάξει, αυτή είναι η δομή της κάθε σαπουνόπερας, δηλαδή οι απιθανότητες.
Μας, ή μάλλον, αρέσουν οι σαπουνόπερες, διότι σε μια ζωή στερημένη από ουσιαστικά γεγονότα, από εκπλήξεις, καρφωμένο το τηλεκοινό «δανείζεται» τη ζωή των άλλων, των τηλεηρώων, όχι μόνο για να ξεχνάει τα δικά του βάσανα, αλλά και για να «ζήσει» συγκινήσεις και απρόοπτα, που δεν θα συμβούν στον δικό του βίο, τον επίπεδο, τον ρουτινιασμένο.
Έχουμε, επιπρόσθετα, και μια, σε πολλά εισαγωγικά, αριστερή οπτική, στην ανάπτυξη του σεναρίου, με τον κακό κτηματία, εναντίον των τριών κοριτσιών, που μπορεί να είναι «φόνισσες», πλην μετά λόγου και αιτίας, αφού το θύμα δεν ήταν και το καλύτερο παιδί…
Σεναριακές ίντριγκες, με προσεγμένους, πάντως, διαλόγους, αναχρονισμοί, για να φέρουν την υπόθεση πιο κοντά στους σημερινούς θεατές, οι οποίοι, όμως, θυμούνται τις…ρίζες τους, στην, κατά τα άλλα, αγνή και αμόλυντη ελληνική επαρχία!
Καλοί ηθοποιοί, πλοκή που σε προετοιμάζει να δεχθείς την επόμενη απιθανότητα που θα προκύψει, συντείνουν στην μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή.
Το κυριότερο; Αυτή ακριβώς η σειρά, ΑΠΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΕ, στα μάτια πολλών, αυτό το πολυκατηγορημένο, λαϊκό είδος, του τηλερομάντζου, που φαίνεται ότι εν έτει 2020 καλά κρατεί, σε μια κοινώνία, μεγάλο μέρος της οποίας, ζει, πορεύεται και νοσταλγεί αλλοτινές εποχές, αδυνατώντας να παρακολουθήσει, πολλώ δε μάλλον, να συμμετάσχει στις δραστηριότητες μιας εποχής σαφώς πιο πολύπλοκης και απαιτητικής, από εκείνες, που η νοσταλγία μας τις έχει εξωραΐσει σε βαθμό… κακουργήματος.